συγκυλινδούμαι

συγκυλινδούμαι
-έομαι, Α
βλ. συγκυλίνδομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκυλίνδομαι — και συγκυλινδοῡμαι, έομαι, Α (για τους επιρρεπείς στις ακολασίες και στις ηδονές) κυλιέμαι εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυλίνδομαι / οῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”